άστρωτος

άστρωτος
-η, -ο (Α ἄστρωτος, -ον) [στρωτός]
(για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο»)
2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι»)
3. εκείνος που δεν έχει γίνει λείος κατά την επίστρωση («άστρωτος τοίχος», «άστρωτη μπογιά»)
4. ο ασυγύριστος («άστρωτο κρεβάτι»)
5. εκείνος που δεν έχει ετοιμαστεί με τοποθέτηση των αναγκαίων σκευών («άστρωτο τραπέζι»)
6. όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. δάπεδο («άστρωτο πάτωμα», «άστρωτος δρόμος»)
7. άτακτος, ζωηρός («άστρωτο παιδί»)
8. εκείνος που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («άστρωτος εργάτης»)
9. αυτός που δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά («άστρωτη δουλειά»)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κρεβάτι
2. ο ξεσκέπαστος
3. (για έδαφος) που δεν έχει στρωσίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄστρωτος — without bed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρωτος — η, ο 1. εκείνος πάνω στον οποίο δε στρώθηκε κάτι: Τα δωμάτια τα είχαν ακόμη άστρωτα, γιατί είχαν δώσει τα χαλιά για καθάρισμα. 2. ανισοπέδωτος: Ο δρόμος ήταν άστρωτος κι οι μπουλντόζες δούλευαν για να τον στρώσουν. 3. ατακτοποίητος: Τα κρεβάτια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄστρωτον — ἄστρωτος without bed masc/fem acc sg ἄστρωτος without bed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρώτοιν — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρώτοιο — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρώτοισι — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρώτους — ἄστρωτος without bed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρώτων — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρώτῳ — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρωτοι — ἄστρωτος without bed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”